Πολιτισμός
"Το σβήσιμο μιας πόλης"

"Το σβήσιμο μιας πόλης"

  • 21 Οκτωβρίου 2012, 14:45

Το 1986 η Καλαμάτα επλήγη από καταστροφικό σεισμό με πολλά θύματα. Στην περιοχή βρισκόταν τότε και ο Αυστριακός συγγραφέας Κρίστοφ Ρανσμάιρ. Τώρα δημοσιεύεται το πεζό του «Το σβήσιμο μιας πόλης».

Πριν από μια εικοσιπενταετία. Ένας πολυταξιδεμένος Αυστριακός έχει εγκατασταθεί για λίγους μήνες σε ένα χωριό νότια της Σπάρτης. Εκείνο το βράδυ σκαρφαλώνει με το μηχανάκι του στον Ταΰγετο πηγαίνοντας στην αγαπημένη του ταβέρνα του Χρήστου με την πανοραμική θέα στη θάλασσα. Γράφει για εκείνη τη νύχτα αργότερα ο μοτοσικλετιστής: «Η νύχτα ήταν γαλήνια, ζεστή και τόσο καθαρή, ώστε τα πέρατα του Γαλαξία να μη συγχέονται μέσα στους ατμούς των χαμηλότερων στρωμάτων της ατμόσφαιρας. Κοβόντουσαν γύρω-γύρω σαν με μαχαίρι από τις γραμμές του ορίζοντα κι έμοιαζαν να βυθίζονται στη νυχτερινή γη. Κι όμως αυτή η ιριδίζουσα ειρήνη μιας θερινής νύχτας, αυτή η νηνεμία, αυτή η ζέστη είχαν κάτι το απατηλό, σχεδόν απειλητικό, που δεν μπορούσα να προσδιορίσω.»

Ο μοτοσικλετιστής πάνω στον Ταΰγετο είναι ο Αυστριακός συγγραφέας Κρίστοφ Ρανσμάιρ (Christoph Ransmayr), ένας από τους πιο σημαντικούς γερμανόφωνους πεζογράφους του καιρού μας. Και το βράδυ εκείνο είναι η αποφράδα νύχτα της 13ης Σεπτεμβρίου 1986, όταν η Καλαμάτα επλήγη από φοβερό σεισμό, με δεκάδες νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες.

Αναζητώντας τις Πλειάδες

Σε κάποιο σημείο της διαδρομής ο Ρανσμάιρ χάνει απότομα και για λόγο κατ’ αρχήν ανεξήγητο τον έλεγχο της μοτοσυκλέτας, αλλά τελικά δεν γκρεμοτσακίζεται. Ένα ακόμα απόσπασμα της διήγησης: «Αναζητώντας ασυναίσθητα με το βλέμμα την Ταϋγέτη και τις αδελφές της, τις υπόλοιπες Πλειάδες, που είχαν εγκατασταθεί στο στερέωμα, συνειδητοποίησα ξαφνικά τι ήταν τόσο απειλητικό πάνω σ’ αυτό τον ουρανό: το απόλυτο σκοτάδι. Πολλά βράδια που πήγαινα από τον ίδιο δρόμο για την ταβέρνα του Χρήστου πάνω από τα υψώματα στα βορειοδυτικά αχνόφεγγε πάντα η φωτεινή αψίδα της Καλαμάτας, ένα απαύγασμα που δεν άφηνε να φαίνονται πολλά άστρα στο βορειοδυτικό ουρανό. Απόψε όμως από την πόλη εκείνη των πενήντα περίπου χιλιάδων κατοίκων δεν αναδυόταν στο έναστρο σκότος ούτε ίχνος φωτός. Η Καλαμάτα είχε σβήσει.»

Η ζωή και ο θάνατος


Μόνο όταν ο Ρανσμάιρ φθάσει τελικά στην ταβέρνα του Χρήστου θα λυθούν τα μυστήρια εκείνης της νύχτας. Οι θαμώνες είναι συγκεντρωμένοι μπροστά στη μικρή, παλιομοδίτικη τηλεόραση και παρακολουθούν τις σκηνές από τη σεισμόπληκτη Καλαμάτα, τα φώτα της πόλης είχαν σβήσει μέσα στο χάος του Εγκέλαδου, οι δονήσεις είχαν φθάσει μέχρι τις κακοτράχαλες πλαγιές του Ταΰγετου και παραλίγο να ανατρέψουν το μηχανάκι του συγγραφέα, ο Χρήστος ανάβει δυο κεριά και τα τοποθετεί στη μια και την άλλη πλευρά της μικρής οθόνης τη στιγμή που αυτή δείχνει ένα συντετριμμένο άνδρα να σκαλίζει με τα χέρια τα ερείπια.

Ο Κρίστοφ Ρανσμάιρ διακρίνεται για το ιδιότυπο συγγραφικό ύφος του που διαπλέκει και συνδέει το φυσικό με το μεταφυσικό, το πραγματικό με το φανταστικό, τη ζωή με το θάνατο. Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί τρία βιβλία του, μεταξύ αυτών και το κορυφαίο του «Ο έσχατος κόσμος». Το κείμενο για την Καλαμάτα με τίτλο «Τα σβήσιμο μιας πόλης» περιλαμβάνεται στο καινούργιο βιβλίο του «Ο άτλας ενός δειλού» που θα κυκλοφορήσει στη Γερμανία την ερχόμενη εβδομάδα, εβδομήντα συνολικά επεισόδια μιας αέναης περιήγησης στον κόσμο μας.

Μοιραστείτε αυτό το άρθρο




cron